- στροβιλᾶς
- στροβῑλ-ᾶς, ᾶ, ὁ,A dealer in pine-cones, POxy.1446.58 (ii/iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στροβιλάς — ᾱ, ὁ, Α πωλητής κουκουναριών από πεύκα ή άλλα δέντρα, κατάλληλων για θυμιάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος «κουκουνάρι» + κατάλ. ᾶς (πρβλ. σαγματ ᾶς)] … Dictionary of Greek